Ό,τι πολυτιμότερο έχω.
Η γιαγιά στεκόταν πίσω από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα της αυλής. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι τυλιγμένο γύρω απ’ το λευκό της κεφάλι. Κοίταζε προς τη δημοσιά μ’ ανυπομονησία. Κοιτούσε και ξεφυσούσε. Χαμήλωνε το βλέμμα, έκανε λίγα βήματα πίσω προς την καρυδιά και πάλι μπροστά προς την πόρτα. Έτσι τη βρήκα την ώρα που γύρισα απ’ τη ντάπια.
Τι ‘ναι καλέ γιαγιά;
Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και περπατήσαμε προς το σπίτι. Καθίσαμε στ’ ασβεστωμένο πεζούλι. Καλά τυλιγμένο στην τσέπη της ποδιάς της είχε ένα φάκελο λευκό με περίγραμμα μπλε-κόκκινο με την ένδειξη VIA AIRMAIL.
Γράμμα απ’ την Αυστραλία παιδί μου, είπε και τα μάτια της γίνανε λίμνες.
Δώσε μου γιαγιά…
Κράτησε για λίγο στα χέρια της το φάκελο και με τρεμάμενα χέρια το ‘βαλε στα χέρια μου.
Είναι απ’ τη θεία Ελένη απ’ την Αυστραλία. Χθες στο διάβασα γιαγιά.
Ναι παιδί μου, αν μπορείς άλλη μια φορά. Μόνο μια φορά.
Αν και ήμουν σε τρελή εφηβεία και δεν άκουγα κανέναν, έπαιρνα πάντα το φάκελο, τον άνοιγα με θρησκευτική ευλάβεια και διάβαζα αργά τις λέξεις. Η γιαγιά άκουγε χωρίς ανάσα λέξη προς λέξη αυτά που έγραφε η θεία Ελένη από την Αυστραλία. Ανέπνεε πάλι μόλις τελείωνα το διάβασμα. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Kάποτε, μου ‘σφιγγε το χέρι κι έλεγε: «Να πας παιδί μου στο σχολείο να γίνεις άνθρωπος».
Πήγα στο σχολείο γιαγιά, μα νομίζω πως η ανθρωπιά που μου ‘σταξες σ’ εκείνες τις βαθιές σιωπές σου δεν διδάσκεται στα σχολεία. Και είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω.
Η γιαγιά στεκόταν πίσω από τη μεγάλη σιδερένια πόρτα της αυλής. Φορούσε μαύρα ρούχα και μαύρο μαντήλι τυλιγμένο γύρω απ’ το λευκό της κεφάλι. Κοίταζε προς τη δημοσιά μ’ ανυπομονησία. Κοιτούσε και ξεφυσούσε. Χαμήλωνε το βλέμμα, έκανε λίγα βήματα πίσω προς την καρυδιά και πάλι μπροστά προς την πόρτα. Έτσι τη βρήκα την ώρα που γύρισα απ’ τη ντάπια.
Τι ‘ναι καλέ γιαγιά;
Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και περπατήσαμε προς το σπίτι. Καθίσαμε στ’ ασβεστωμένο πεζούλι. Καλά τυλιγμένο στην τσέπη της ποδιάς της είχε ένα φάκελο λευκό με περίγραμμα μπλε-κόκκινο με την ένδειξη VIA AIRMAIL.
Γράμμα απ’ την Αυστραλία παιδί μου, είπε και τα μάτια της γίνανε λίμνες.
Δώσε μου γιαγιά…
Κράτησε για λίγο στα χέρια της το φάκελο και με τρεμάμενα χέρια το ‘βαλε στα χέρια μου.
Είναι απ’ τη θεία Ελένη απ’ την Αυστραλία. Χθες στο διάβασα γιαγιά.
Ναι παιδί μου, αν μπορείς άλλη μια φορά. Μόνο μια φορά.
Αν και ήμουν σε τρελή εφηβεία και δεν άκουγα κανέναν, έπαιρνα πάντα το φάκελο, τον άνοιγα με θρησκευτική ευλάβεια και διάβαζα αργά τις λέξεις. Η γιαγιά άκουγε χωρίς ανάσα λέξη προς λέξη αυτά που έγραφε η θεία Ελένη από την Αυστραλία. Ανέπνεε πάλι μόλις τελείωνα το διάβασμα. Ακολουθούσε βαθιά σιωπή. Kάποτε, μου ‘σφιγγε το χέρι κι έλεγε: «Να πας παιδί μου στο σχολείο να γίνεις άνθρωπος».
Πήγα στο σχολείο γιαγιά, μα νομίζω πως η ανθρωπιά που μου ‘σταξες σ’ εκείνες τις βαθιές σιωπές σου δεν διδάσκεται στα σχολεία. Και είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω.