Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

ΑΕΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ



5:30 και είμαι ακόμα Πειραιά. Καβαλάω το μηχανάκι. Περνάω από μπλόκο στη Γρηγορίου Λαμπράκη και από πολλά στην Πειραιώς. Στο ύψος της Ιεράς οδού η Πειραιώς είναι κλειστή. Το κέντρο είναι κλειστό για κάθε μηχανοκίνητο μέσο. Έφτασα με το μηχανάκι μέχρι την Αθηνάς και Ευριπίδου. Ανηφόρισα για τη Σταδίου. Η πλατεία Κλαυθμώνος θύμιζε «Σεράγεβο». Παντοειδείς μπάτσοι παντού.

Ανέβηκα τη Σταδίου για το Σύνταγμα μαζί με πολλούς ανθρώπους. Εκεί ήταν και η «Θεοπούλα». Λίγα συνθήματα ακούγονται. Είμαστε αποφασισμένοι και σιωπηλοί. Μέσα σ’ αυτή τη μαγική σιωπή, με την αγωνία χαραγμένη στα πρόσωπα των ανθρώπων, τα πανό των λαϊκών συνελεύσεων και των διάφορων κινημάτων ν’ ανεμίζουν, μέσα σ’ ένα χρωματιστό γαϊτανάκι πεποιθήσεων, ξεκίνησε το ψιλόβροχο. Οι περισσότεροι παρέμειναν στη θέση τους. Αναθάρρυσα με το πανό που υψώθηκε μπροστά στη Βουλή. Απόρισα με τον εαυτό μου και με τους γύρω μου.

Μας έδωσε φτερά στην ψυχή ετούτο το πανό που στεκόταν προκλητικά στον άβατο χώρο του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Οι μέσα και οι έξω. Σε λίγα λεπτά εξαφανίστηκε το πανό. Εξαφανίστηκαν και τα φτερά. Σιωπή.

Κρότος, λάμψη, καπνός. Ξεκινά το κυνηγητό. Έτσι, απροκάλυπτα. Πλησιάζει το δελτίο των 8. Η πλατεία πρέπει να «καθαρίσει» απ’ την αγωνία, απ’ τους ελεύθερους ανθρώπους. Είναι ώρα για τα δελτία των 8. Ο Πρετεντέρης ξέρει.

Κατεβαίνουμε τη Σταδίου αργά. Οι «Ράμπο» πετούν ό,τι ληγμένο έχουν (100 ευρώ το ένα – φωνάζει ο διπλανός μου – εμείς τα πληρώνουμε κι αυτά). Τα μάτια καίνε, το πρόσωπο ανάβει, η ανάσα κόβεται. Δεν τρέχουμε. Αργά-αργά κατηφορίζουμε. Στην Κλαυθμώνος, οι παντοειδείς μπάτσοι αναλαμβάνουν έργο. Έργο εναντίον ελεύθερων πολιτών. Με το μαντήλι στο πρόσωπο κατηφορίζω. Ξεχωρίζω τις σημαίες του ΠΑΜΕ 50 μέτρα πιο κάτω. Θέλω να παραμείνω μπροστά, να τους βλέπω την ώρα που απασφαλίζουν τα ληγμένα.

Φορούν μάσκες οι άνανδροι. Δε φαίνονται τα πρόσωπά τους. Κάποιοι ανάμεσά μας, εκεί, στην πρώτη τη γραμμή, είναι δικοί τους. Χαμηλώνω το κεφάλι. Οπισθοχωρώ. Μπροστά μου, ένα παληκάρι σ’ αναπηρικό καροτσάκι, πίσω μου ανεμίζουν οι σημαίες του ΠΑΜΕ.

Κάποιος φωνάζει να γυρίσουμε στο Σύνταγμα. Έχει κόσμο. Μαζεύτηκαν, πάλι. Πάμεεεεεεε.

Στέκομαι ακίνητη. Καίγεται το στήθος μου. Η ανάσα είναι κομμένη. Τα μάτια δακρύζουν. .

Περίμενε μια στάλα ν' ανασάνω και να σκεφτώ αν πρέπει να γελάσω, να κλάψω, να φωνάξω, ή να σωπάσω...

Δεν υπάρχουν σχόλια: